ισοκρατια

ισοκρατια
    ἰσοκρατία
    ἰσο-κρᾰτία
    ἥ
    1) равенство, равноправие Her.
    2) равенство сил
    

(Plat. - v. l. ἰσοκράτεια)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ισοκρατια" в других словарях:

  • ἰσοκρατία — ἰσοκρατίᾱ , ἰσοκρατία equality of strength fem nom/voc/acc dual ἰσοκρατίᾱ , ἰσοκρατία equality of strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκρατία — ἰσοκρατία, ἡ (Α) [ισοκρατής] 1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία 2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. τού τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἰσοκρατίᾳ — ἰσοκρατίαι , ἰσοκρατία equality of strength fem nom/voc pl ἰσοκρατίᾱͅ , ἰσοκρατία equality of strength fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατίας — ἰσοκρατίᾱς , ἰσοκρατία equality of strength fem acc pl ἰσοκρατίᾱς , ἰσοκρατία equality of strength fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράτεια — ἰσοκράτεια, ἡ (Α) [ισοκρατής] διαφ. γρφ. αντί ισοκρατία.* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»